Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

70 Χρόνια από την θρυλική παράσταση του «Οιδίποδα», στους Δελφούς.

 

Αναμνήσεις από μια ξεχωριστή, θεατρική παράσταση, στους Δελφούς.

 

Ο «Οιδίποδας», από το Εθνικό Θέατρο, τον Μινωτή και την Παξινού, το 1951, στο Αρχαίο Θέατρο, στους Δελφούς.

Χρήστου Θ. Γκούμα.

 

Βραβευμένο διήγημα, το 2019 Από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, με το Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

 


Ήταν καλοκαίρι του 1951. Πέρασε το Πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, που με κατάνυξη γιορταζόταν στο χωριό μου και μπαίνοντας ο Αύγουστος, ο πατέρας μου, μου είπε:

-Ετοιμάσου, σε λίγες μέρες θα πάμε στους Δελφούς.

Εκεί ζούσε ο νονός μου, ο «Γερο – Σταματέλλος». Γυναίκα του ήταν η Γεωργία «Γαλάζια». Έτσι την έλεγαν, γιατί μια μέρα που πήγαινε καβάλα στο μουλάρι, για το αγρόκτημα που είχαν στη «Μεγάλη Βρύση», ένας κεραυνός ανοιξιάτικης καταιγίδας, έπεσε πάνω της και της έκαψε όλα της τα ρούχα, εγκαταλείποντας ένα γαλαζωπό χρώμα, σε όλο της το δέρμα. Μοναχοθυγατέρα τους ήταν η  Χρυσάνθη. Η ομορφιά της και ο καλός της χαρακτήρας, αμέσως τράβηξαν την προσοχή του ωραιότατου νέου, της εποχής εκείνης. Του Ρήγα Ρήγα, από την Κυπαρισσία, που λόγω ιδιαίτερης μόρφωσης και γλωσσομάθειας, κατείχε τη ζηλευτή θέση, του τηλεγραφητή Δελφών. Ήταν ένας πραγματικός αρχοντάνθρωπος. Ψηλός με κυματιστά πυκνά μαλλιά, μεγάλα γλαρά μάτια και πλούσιο φαρδύ χαμόγελο. Πολλοί τον προσομοίαζαν με τον Άγγελο Σικελιανό. Οι δύο τους κόρες, η Βασιλική (Κούλα την φώναζαν) και η Γεωργία (η μικρότερη), συμπλήρωναν την οικογένεια. Παλιά Καστρίτικη οικογένεια, όπως έλεγαν τότε τους Δελφούς. Αυτός ο «Γερο – Σταματέλλος», μου έδωσε το όνομα Χρήστος, στο εκκλησάκι του «Αγιοργιού», της Αγόριανης και η εγγονή του Κούλα, μου «έβαλε το λάδι», το καλοκαίρι του 1941. Η ίδια νονά αργότερα μας στεφάνωσε με την σύζυγο μου και βάπτισε το πρώτο μας παιδί, τον Θοδωρή.

Ένα δροσερό πρωινό λοιπόν, του Αυγούστου, ξεκινήσαμε από την Αγόριανη, ακολουθώντας το πανάρχαιο μονοπάτι, που τώρα ονομάζουν «Ε4». Δεξιά και αριστερά έλατα, ψηλά και ορθόστητα, απόσκιαζαν τον δρόμο, από τον καυτό ήλιο. Ατελείωτος ο ελατόλογγος, έφτανε ως τις ψηλές κορφές, γεμάτος αγρίμια, ζουλάπια και αγριοπούλια. Πραγματικά αναρωτιέμαι, αν θα έχω ποτέ στη μνήμη μου, πιο ζωηρή εικόνα απ’ όσο εκείνη. Θυμάμαι τις αντιθέσεις των χρωμάτων. Τόσο όμορφες! Το καφεκίτρινο ξερόχορτο, τα μυρωδιαστά, πολύχρωμα αγριολούλουδα και το ατελείωτο πράσινο του λόγγου, που τους έδινε πνοή και κίνηση, μαζί με τις φυλλωσιές των δένδρων, το πρωινό βουνίσιο αεράκι. Μπροστά βάδιζε ο πατέρας και πίσω εγώ. Ακολουθούσε η μάνα, καβάλα στο μουλάρι. Ήταν ένα δυνατό, κατάμαυρο ζώο, που γυάλιζε το τρίχωμά του. «Μούρκα» το φωνάζαμε, μα κάπου – κάπου κλωτσούσε απότομα.


Περάσαμε το «Σκασμένο Λιθάρι» και γρήγορα φτάσαμε στο «Ζαμπιό». Εκεί σταθήκαμε να δροσιστούμε απ΄ τα γάργαρα νερά, που άφθονα κυλούν και σήμερα ακόμη στην παρακείμενη ρεματιά. Δίπλα αγέρωχο στέκει το εκκλησάκι της «Αγίας Τριάδας», που πρωτοχτίστηκε ως «Αη Λιάς». Αφιέρωμα στη μνήμη Αγίου, απ’ τον Οπλαρχηγό της Αγόριανης: Κομνά Τράκα, για την διάσωση από τους Τούρκους, σε κρίσιμη μάχη, στις 20 Ιουλίου 1821, στο «Αλησάκι», (του Μάνεση Λοκρίδος), που έγινε «δεύτερο Χάνι της Γραβιάς». Μετά από μια ώρα πορεία, φτάσαμε στη «Μεγάλη Βρύση», όπου ήταν ένα αγρόκτημα του νονού. Καθίσαμε κάτω από ένα πανύψηλο έλατο να κολατσίσουμε. Οι παραμικρέ πνοές του αέρα το έκαναν να σιγοψιθυρίζει κείνο τον παράξενο ξωτικό σκοπό του. Πιο πέρα, το ζώο δεμένο από το πόδι, λαίμαργα έτρωγε την «καβαλαριά» και το «αγριοτρίφυλλο», που αφθονούσα. Τότε πιάσαμε την κουβέντα:

– Θυμάσαι ;  Mου λέει ο πατέρας. - Nαι, ναι, του απαντώ.

Ήταν πριν λίγα χρόνια, μετά την Κατοχή. Εδώ, ζούσαμε τα καλοκαίρια, τέσσερις συγγενικές οικογένειες. Οι γονείς μας καλλιεργούσαν το εύφορο αυτό κτήμα, φυτεύοντας πατάτες και άλλα κηπευτικά, μιας και ποτιζόταν απ’ τα νερά της «Μεγάλης Βρύσης», «μπίστριο», όπως το λένε.

Το καλοκαίρι εκείνο θυμάμαι τον νονό, καθισμένο στο πορτόφυλλο της καλύβας που τώρα είναι σωρός από λιθάρια, κρατώντας μια άσπρη πάνινη σακούλα, γεμάτη καραμέλες ζάχαρη, σε κύβους. Περνώντας ένα – ένα τα μικρά παιδιά από μπροστά του, του φιλούσαμε το χέρι κι εκείνος έλεγε:

- Ένα εσύ, ένα εσύ, ένα εσύ… Δίνοντάς μας καραμέλες ζάχαρη.

Μα όταν απομακρυνόμουν και άνοιγα την χούφτα μου, είχα πέντε κύβους, μέσα. Βλέπεις ήμουν το βαφτιστήρι του… Απορροφημένος από την μαγεία της φύσης, άφηνα το βλέμμα μου να πλανιέται έως πέρα, την «Καταβόθρα», τον «Επτάστομο» και «Του Αυγερινού το αλώνι», ενώ τα ρουθούνια μου αχόρταγα απολαμβάνουν το μαγικό άρωμα απ’ τα «Ζουρλονκούκια» και το «Αγιόκλημα». Τις σκέψεις μου διέκοψε η  χοντρή μα γλυκιά φωνή του πατέρα. Καθώς σαμάρωνε το μουλάρι να ξεκινήσουμε, μου είπε:

- Έλα,  τώρα είναι η σειρά σου να μπεις καβάλα. Γιατί το μονοπάτι ως τα «Καλάνια» είναι ανηφορικό και θα κουραστείς. Εγώ, θα γυρίσω πίσω στο χωριό.


Στη διαδρομή από τις «Γούρνες» ως το «Κρόκι» ζήσαμε την πιο ευχάριστη έκπληξη. Όταν ξαφνικά από ένα κοντολάτι της διαδρομής ξεπετάχτηκαν δυο λαγοί μαζί και απομακρύνθηκαν με γρήγορα, μικρά πηδήματα. Πιο κάτω από την τοποθεσία «Κρόκι» και σε όλη την πλαγιά του υψώματος, που λέγεται «Βεργότσα», κατηφορίζει λοξά το πλακόστρωτο πανάρχαιο μονοπάτι, γνωστό ως «Κακιά Σκάλα». Απ’ το μονοπάτι αυτό κατηφόριζαν, την κλασική Αρχαιότητα στους Δελφούς, για να πάρουν χρησμό από την Πυθία, οι ικέτες απ’ τη Φθία, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα. Απ’ αυτό επίσης ανηφόριζαν στο «Κορύκειο Άνδρο», τα «Τουμπανάρια» και τον Παρνασσό, οι λάτρεις του Διόνυσου, του Πανός και του Απόλλωνα, όπως οι Θυιάδες και οι Μενάδες. «Κολοσούρτη» το ονομάζουν σήμερα, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, που ρίχνουν τις Στρούγκες τους στα θερινά λιβάδια «Κρόκι», «Παπά Κουτσούρι», «Καψιμαδάς», όπου βρίσκεται και η ξακουστή βρύση της «Σύρμως» και τα «Καλάνια». Η ιστορική τοποθεσία «Κρόκι» πήρε το όνομά της από την πόα κρόκος, όπως αναφέρει ο Όμηρος (Κεφ. Ε στιχ. 374) «Ο Ζεύς μετά της Ήρας εκοιμήθη εν λιμώνι όστις έφυεν πόαν λωτό Κρόκον και έτικεν Παρνασσόν». Ο κρόκος ξανθοκίτρινο, χρυσοειδές, πολυετές φυτό, χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα για την χρωστική του ουσία, σε τυριά, βούτυρα κ.α. Έχει όμως και αξιόλογες θεραπευτικές ιδιότητες. Είναι εμμηναγωγός, αντισπασμωδικός, τονωτικός και χρήσιμος στις γαστραλγίες, υστερίες, τον πονόδοντο και τον κοκίτη. Απ’ το «Κρόκυ» και τους βράχους της «Ανεμώλειας» σαν βέλη ξεχύθηκαν οι Αντάρτες του Νικηφόρου, του Διαμαντή και του Καλλία, στις 10-11/9/1943 για να διαλύσουν κυριολεκτικά μια μηχανοκίνητη ταξιαρχία των Γερμανών, που ανέβαινε από τους Δελφούς στην Αράχωβα. Στην ίδια τοποθεσία το 480 π.Χ. οι ντόπιοι νίκησαν τους Πέρσες του Μαρδόνιου, που θέλησαν να αρπάξουν τ’ αναθήματα του Μαντείου. Και το 278 π.Χ. οι παρνάσσιοι πρόγονοί μας διέλυσαν τους Γαλάτες, του περιβόητου «Βρένου», που κινήθηκε για  τον ίδιο σκοπό.

Κατεβήκαμε τον «Κολοσούρτη» και πριν το μεσημέρι περνούσαμε τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα απ’ τη μεριά της οδού Απόλλωνος. Διασχίσαμε τον φαρδύ διάδρομο, ανάμεσα στα ευωδιαστά φυτά και φτάσαμε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Μπροστά μας ο παραδοσιακός φούρνος. Η νονά Χρυσάνθη  έβγαζε το ολάχνιστο γιουβέτσι και τις καυτές βιταλιές. Στο βάθος ο κήπος γεμάτος κρίνους – κρόκους και από πάνω οι κατάφορτες συκιές, απλώνονταν ως την πλατεία του Ναού. Η εξωτερική όψη του σπιτιού και τα παρτέρια των λουλουδιών ήταν κάτασπρα απ’ τον ασβέστη και όλα μύριζαν πάστρα. Θερμή η υποδοχή και το τραπέζι που ακολούθησε, πλουσιοπάροχο. Νωρίς το πρωί, την άλλη μέρα, η μάνα πήρε τον δρόμο της επιστροφής, καβάλα στο μουλάρι. Εγώ θα έμενα είκοσι ημέρες. Η χαρά μου απερίγραπτη απ’ την αγάπη όλα της οικογένειας. Οι εντυπώσεις μου πλουσιότατες απ’ τους ξέγνοιαστους περιπάτους, στην αγορά και τους δρόμους των Δελφών. Στο παλιό παντοπωλείο του «Κοντσούπα», που ήταν κάτω από το Τηλεγραφείο, εξαργύρωνα το χαρτζιλίκι του νονού, με καραμέλες και θρεψίνη. Από τότε γνωρίστηκα και έγιναν φίλοι μου οι «Δροσεραίοι», οι «Κουμπλαίοι», οι «Κοτοπουλαίοι», οι αδελφοί «Πέτρου», ο Λέφας, ο Βούζας και ο μακαρίτης Ζορμπάς, που πρόσφατα έχασε την ζωή του, κολυμπώντας στο Γαλαξείδι.


Μια μέρα ο γερο - νονός μου που πάντα με έπαιρνε μαζί, επιστρέφοντας από την Ιτέα που με είχε οδηγήσει με τη συγκοινωνία, να αγοράσω ρουχισμό, απ’ το κατάστημα του «Θανασούλη» και να φάμε υπέροχη ψαρόσουπα απ΄την ταβέρνα των αδελφών «Βρούζα», μου είπε:

-Ετοιμάσου το βράδυ θα πάμε στο Αρχαίο Θέατρο. Θα είναι και οι Βασιλείς!

Απ’ τη χαρά μου και την αφωνία ούτε που κοιμήθηκα το μεσημέρι. Ανυπόμονος κοιτούσα συνεχώς το μεγάλο ρολόι, που κρεμόταν πάνω από το τζάκι, του καθιστικού. Φεύγοντας ο ήλιος, πίσω απ’ τις κορφές της Γκιώνας, ξεκινήσαμε για τον «χώρο». Πλήθος κόσμου, με ολόλευκες κυρίως ενδυμασίες, συνέρρεε προς την ίδια κατεύθυνση. Απ’ το χέρι σχεδόν με οδήγησε, αργά – αργά, ψηλά και αριστερά, στα τεράστια πέτρινα καθίσματα του Αρχαίου Θεάτρου, που ακόμη έκαιγαν απ’ τη ζέστη του Αυγουστιάτικου ήλιου. Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 1951, ανήμερα της Παναγίας. Σαν ξεναγός και δάσκαλος μου ψιθύριζε συνεχώς:

- Αυτός είναι ο Δήμαρχος, αυτός είναι ο Δεσπότης. Αυτός ο τάδε…

Το πλήθος των θεατών όλο και κατέκλυζε τα τεράστια πέτρινα καθίσματα, έως πάνω. Κάποια στιγμή με ανάγκασε να σταθούμε όρθιοι. Αλλά όρθιοι στέκονταν και οι άλλοι θεατές. – Βλέπεις -  μου λέει - αυτοί είναι οι Βασιλείς!

Ο Παύλος και η Φρειδερίκη. Σήκωσαν για λίγο το βλέμμα τους ψηλά, κουνώντας το χέρι σε χαιρετισμό και προχώρησαν στο μπροστινό πέτρινο κάθισμα, που ήταν επίτηδες κενό, φορώντας ολόλευκες στολές. Σιγά – σιγά ο θόρυβος κόπασε. Όταν έπαψαν να ξεχωρίζουν οι ανθρώπινες μορφές, ανταύγειες φωτεινές φάνηκαν στη σκηνή του θεάτρου. Τόση ήταν η ησυχία, που δεκάρα να έπεφτε στην πλατεία του θεάτρου, θα ακουγόταν.


Η παράσταση άρχισε! Ο Οιδίπους Τύραννος παιζόταν εκεί μπροστά μου, από τον Θίασο του Εθνικού Θεάτρου. Η στεντόρεια φωνή του αξέχαστου Μινωτή, στο ρόλο του Οιδίποδα, η μοναδική και αξεπέραστη Παξινού ως Ιοκάστη και ο Γιάννης Αποστολίδης ως Τειρεσίας, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Πεντακάθαρες οι φωνές τους ακόμη αντηχούν στ’ αυτιά μου, ύστερα από εξήντα χρόνια, καθώς απάχαζαν στους βράχους του «Φλαμπούκου» και της «Ροδινής», που με μια τις ονομάζουν «Φαιδριάδες Πέτρες». Τα προφητικά λόγια του Τειρεσία παραμένουν ανεξίτηλα, βαθιά χαραγμένα στη μνήμη του εντεκάχρονου τότε, αγοριού.

 - Λέγε γέρο. Στην προσταγή του Οιδίποδα - ο Τειρεσίας με τρεμάμενα χέρια, απαντούσε:

- Θα γεννηθείς και θα χαθείς, απόψε! Και θα φανείς της μάνας σου γιος της κι άντρας! Και του πατέρα σου ομοκύτης και φονιάς! Και των αδελφών σου πατέρας και αδελφός!

Και αδελφόόόόόός, επαναλάμβανε ο αντίλαλος από την «Υάμπεια».

– Οϊμέ, αλί, αλί και τρισαλί! Ξεφώνισε ο Οιδίποδας, πριν σύρει το σπαθί του και τυφλωθεί. Και κάθε τόσο έμπαινε ο χορός, πότε με εγκωμιαστικά και πότε με επικριτικά τραγούδια. Η ξεχωριστή αυτή Βασιλική Θεατρική Παράσταση Αρχαίου Δράματος, που κατά τύχη παρακολούθησα στην τρυφερή ηλικία των ένδεκα ετών, που ήταν χάρμα ώτων και οφθαλμών, επέδρασε βαθιά στον συναισθηματικό μου κόσμο, ως σήμερα. Η παράσταση διήρκεσε από τις 10 – 15 Αυγούστου 1951 και ήταν κάτι το φανταστικό. Το ανεπανάληπτο και μοναδικό!

 



(Από τα ανέκδοτα βραβευμένα διηγήματα, του πατέρα μου: Χρήστου Θ. Γκούμα, με τίτλο: EIKONEΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ)

 

Θεόδωρος Γκούμας. 

 

 

 

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

ΤΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΙΑΝΗΣ

 ΤΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΙΑΝΗΣ

 

Είναι απορίας άξιο, πόσα μυστήρια της ιστορίας, συνυπάρχουν ανά τους αιώνες, στην Επτάλοφο του Παρνασσού. Πόσοι φανεροί και κρυφοί αναζητητές της αλήθειας, σκαπανείς και μύστες της γνώσης, μέρα ή νύχτα, έψαξαν στην Αγόριανη τις απαντήσεις. Διάσημοι περιηγητές, όπως ο Ληκ.  Γνωστοί αρχαιολόγοι, όπως ο Φώτης Ντάσιος. Αλλά και ερευνητές κάθε είδους, ιστορικοί και πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Άγγελος Σικελιανός. Μέχρι και Άγιοι, όπως ο Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης (ο αναγνωρισμένος Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης), ασχολήθηκαν αλλά και κυοφόρησαν, τα «Μυστήρια της Αγόριανης».

Μέχρι σήμερα, άπειρα είναι τα κενά στην ιστορία, του μυστηριακού αυτού τόπου, που φέρει την ονομασία του προσωνυμίου της Βασιλεύουσας. Πολλά τα χαμένα κομμάτια του παζλ, της ιερής του γεωγραφίας, ανά τους αιώνες. Πάμπολλα τα ερωτηματικά, σχετικά με το ιστορικό του βάθος, την κατοίκηση και επιρροή του στα γεγονότα. Αλλά και το γιατί φαίνεται να έχει επιλεγεί, ως τόπος διαφύλαξης μυστικών. Και πως συντηρεί τον μύθο του, ως «κιβωτός της διαθήκης», των αρχαίων, των μέσων αλλά και των νεοτέρων χρόνων, του Έθνους.

 

Πως συνδέεται η Αγόριανη, με την Πόλη αλλά και τους Δελφούς;

 

Ας πάρουμε όμως τα μυστήρια, ένα – ένα, καταγράφοντας ένα μόνο μέρος για λόγους οικονομίας, του κειμένου. Σε απόλυτη σχέση με την Πρωτεύουσα του Βυζαντίου, αλλά και τους Δελφούς, ομολογεί πως είναι το όνομα, της Επταλόφου. Της ορεινής πολιτείας, που η οικογένεια των Κομνηνών κτητόρων, φέρεται να ονομάτισε, σε άγνωστους καιρούς, όπως την Κωνσταντινούπολη (Επτάλοφη). Αρχαίο και αδιαμφισβήτητο όνομα της, αναφέρεται η Χαράδρα.  Καθαρτήριος τόπος, ως Πρόναος του Μαντείου των Δελφών και του εκεί Ναού του Απόλλωνα. Με δικό του Αρχαίο Ναό (θέση Αμπέλια). Πάνω στον Αρχαίο δρόμο από Βόρεια, για τους Δελφούς.

 

Μετέπειτα και κατά τους Χριστιανικούς χρόνους το χωριό έγινε γνωστό, με το μυστήριο όνομα Αγία Μαρίνα. Με χαμένο Χριστιανικό Ναό, από τις αρχαίες πέτρινες κολώνες, του Πρόναου, του Απόλλωνα. Πιθανόν στο ίδιο σημείο. Επί τουρκοκρατίας ονομάστηκε Αγόριανη, γενέτειρα ντόπιων Αρματολών και Κεφαλοχώρι. Ανεξάρτητο από την φορολογική Αρχή, του Μπέη των Σάλωνων (Άμφισσας). Πρωτεύουσα του Δήμου Χαραδραίων, μετά την Ανεξαρτησία. Και Επτάλοφος, η γνωστή Επτάλοφος πλέον, σήμερα.

 

 

Τι έψαχνε στην Αγόριανη, ο περιηγητής Ληκ, το 1806;

 

Πολλοί είναι οι καταγεγραμμένοι, αλλά ανεξερεύνητοι αρχαιολογικοί τόποι της Επταλόφου. 1. Ο επιβλητικός λόφος της «Τούρλας», με τον σωρό από μεγάλες πέτρες, που παραπέμπουν σε αρχαία οχύρωση. 2. Τα θαμμένα Πελασγικά τείχη, στον λόφο της Αγίας Παρασκευής. 3. Η τοποθεσία «Μνήματα», που εικάζεται ότι υπάρχει αρχαίο νεκροταφείο. Τόπος ανεύρεσης, από τους ντόπιους, θραυσμάτων αγγείων και αρχαίων αντικειμένων. Μέχρι σήμερα αναφέρονται και ως «Μολυσμένα Χωράφια». 4. Ο θαμμένος Ναός, στην θέση «Ελληνικά», όπου τα αμπέλια του χωριού.

Αρχαιολογικοί χώροι, που πρώτος επισκέφτηκε και ερεύνησε ο Άγγλος περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (William Martin Leake), το 1806.  ο Ληκ προσδιόριζε αρχαιολογικούς χώρους με ακρίβεια, έχοντας στο ένα χέρι τον Παυσανία και τον Στράβωνα και στο άλλο τον εξάντα και τον θεοδόλιχο. Συνέκρινε την αρχαία με τη νέα γεωγραφία. Και πιθανολογείται πως στην Επτάλοφο αναζητούσε τους  Αρχαίους Βωμούς των Διόσκουρων.  Βωμοί που υπήρχαν στην Αγορά των Αρχαίων Χαραδραίων και ανήκαν στους Διόσκουρους, ή άλλους τοπικούς ήρωες (Παυσανία Φωκικά Ι 33,6).

 

Βρήκε ο αρχαιολόγος Φώτης Ντάσιος, τον Ναό του Απόλλωνα, στην Αγόριανη;

 

H αναζήτηση του «χαμένου δισκοπότηρου, της Αγόριανης». Του «Πρόναου, του Απόλλωνα, των Δελφών», στην Επτάλοφο. Φαίνεται πως ανήκε στο πεδίο αρχαιολογικής έρευνας, του αρχαιολόγου Φώτη Ντάσιου, το 1990, που συνέδραμε ο αείμνηστος πατέρας μου Χρήστος Θ. Γκούμας. Ο Ναός προσδιορίζεται στην θέση «Αμπέλια», της Αγόριανης. Εκεί όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία Αλεξίου Κομνά. Ο Ναός θεωρείται υπαρκτός, λόγω των επιμέρους ευρημάτων, αλλά και των σπαραγμάτων που προέκυψαν.

Σώζονται μέχρι σήμερα, μέρη από τις συμπαγείς πέτρινες κολώνες του. Μια βρισκόταν επί του δρόμου, έξω από το Κοινοτικό Κατάστημα, για χρόνια. Και προέκυψε τυχαία κατά την κατασκευή του δημοσίου δρόμου, που διέρχεται από τα «Αμπέλια». Ο Ναός ονομάτισε την γύρω περιοχή ως «Ελληνικά» (Από το Ελληνικός-Αρχαίος-Εθνικός Ναός) και αργότερα φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν τα οικοδομικά του υλικά για την ανέγερση εκεί κοντά, Χριστιανικού Ναού, όπως και συνηθιζόταν.

 

 Γιατί δολοφονήθηκε στην Αγόριανη, ο Δήμος Καλπούζος;

 

Ένα από τα απεχθέστερα εθνικά εγκλήματα, των χρόνων της τουρκοκρατίας, στον Ελλαδικό χώρο, είναι η άνανδρη δολοφονία του πρωτοπαλίκαρου της Αγόριανης: Δημητρίου Κομνηνού γνωστού ως Δήμου Καλπούζου. Γιού του Ιωάννη Κομνηνού, με καταγωγή από την Αυτοκρατορική οικογένεια. Δράστες οι επίσης Αγοριανίτες Λάζος, Πάλλας και Σταμάτης. Και πιθανό κίνητρο, μεγάλη χρηματική αμοιβή από τους Οθωμανούς, των Σαλώνων (Άμφισσας).

Ο Καλπούζος, με δύο ταξίδια του, στην Υψηλή Πύλη και την επιρροή της σημαίνουσας οικογενείας του, στον Σουλτάνο, κατάφερε την αποδέσμευση του κεφαλοχωρίου, από φόρους, στον Μπέη της περιοχής. Συγκέντρωσε ισχύ και φήμη τρανή και με την φοβερή δολοφονία του, τροφοδότησε μέχρι την ελληνική και ξένη λογοτεχνία. «DIMOS KALPOUZOS» Emile Legrand, 1893. Και «Άγιοι και δαίμονες» - Eις την Πόλιν. Γιάννη Καλπούζου. Μεταίχμιο 2011

 

Ομολόγησε ο Γκούρας, στην Αγόριανη, την δολοφονία του Ανδρούτσου;

 

Την προμελετημένη επαίσχυντη δολοφονία του Οπλαρχηγού Οδυσσέα Ανδρούτσου, φέρεται να ομολόγησε στην Αγόριανη και σε μυστική συγκέντρωση, ο Οπλαρχηγός Ιωάννης Γκούρας. Ενώπιον του Αρματολού της Αγόριανης Κομνά Τράκα και του Αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη. Αυτό καταθέτει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα Απομνημονεύματά του, χρόνια μετά. Ο Γκούρας, ομολόγησε πως πρόκειται για εντολή που έλαβε τότε, από την «Διοίκηση».

Και πως με την εκτέλεση της δολοφονίας που ετοιμάζει, θα λάβει ως επιβράβευση το αξίωμα του χιλίαρχου, αλλά και το Αρχηγείο της Επαρχίας Λιβαδειάς. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι- ανέφερε στους Τράκα και Μακρυγιάννη, να σκοτώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Για το οποίο και ζήτησε την βοήθειά τους, καθιστώντας τους ενήμερους.

 

Είχε «διπλό ρόλο πράκτορα», ο Αγοριανίτης Ληστής Μαυροδήμος;

 

Το φαινόμενο της εποχής, ο Αγοριανίτης Ληστής Οδυσσέας Μαυροδήμος, που γεννήθηκε το 1833. Στρατιώτης των Ευζωνικών Ταγμάτων, πέρασε από την νομιμότητα, στη παρανομία, ως Ληστής. Αργότερα και κατόπιν συνεννόησης με τις Αρχές, σκότωσε ο ίδιος τον Αρχιληστή Πανουργιά, από τα Καστέλλια και απέκτησε το «ατιμώρητο». Παραδόθηκε στην Χωροφυλακή και μετά από πέντε μήνες, ενδεδυμένος το νέο του ρόλο, οδήγησε ως «γνώστης προσώπων και πραγμάτων», το Απόσπασμα στο «Ζεμενό», της Βοιωτίας.

Εκεί αντιμετωπίστηκε με επιτυχία η Συμμορία του Λήσταρχου Χρήστου Νταβέλη και ο ίδιος έπεσε  νεκρός. Είναι το 1856 και ο μόλις 23 χρονος Οδυσσέας Μαυροδήμος παίζοντας σε διπλό ταμπλό, θα βοηθήσει στην εξάρθρωση της Ληστείας. Η οποία είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις, μετά τη διάλυση των σωμάτων των άτακτων αγωνιστών της Επανάστασης, από τους αντιβασιλείς του Όθωνα το 1833 Και αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου, προκαλώντας μέχρι και προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

 

Πως βρέθηκε στην Αγόριανη ο Νίκος Καζαντζάκης;

 

O Παρνασσός δεν ήταν μόνο φιλολογικό κίνημα, στην Γαλλία του 19ου αιώνα (mouvement parnassien). Η μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών, προσέλκυσε στο εγγύς του περιβάλλον και τις προσωπικότητες, του Πολιτισμού και της Τέχνης, Της Αθήνας. Της Πρωτεύουσας του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, από την οποία εξέδραμαν για να εμπνευστούν στο ξακουστό αυτό βουνό, τα μετέπειτα έργα τους. Στους Δελφούς, αλλά και την Επτάλοφο.

Έτσι βρίσκουμε τον Νίκο Καζαντζάκη, στις 29 Μαρτίου, το Πάσχα του 1920, στην Αγόριανη, να διαμένει στο σπίτι του Γ. Αρβανίτη. Απο το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε διορίσει  τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Στην Αγόριανη ο Καζαντζάκης, φέρεται να επεξεργάζεται τις σημειώσεις του, γράφοντας το μυθιστόρημα.

 

 Τι έψαχνε ο Άγιος Πορφύριος, στην Αγόριανη το 1972;

 

Είναι Μάιος του 1972 και ένα αυτοκίνητο χρώματος μπλε, κατευθύνεται από την Λιλαία για την Επτάλοφο. Στο ύψος του Αι Νικόλα, μια γυναίκα κάνει ωτοστόπ. Είναι η Α.Τ. από την Αγόριανη. Μόλις τελείωσε τις αγροτικές δουλειές στο χωράφι της και κουρασμένη ελπίζει να βρει ένα διερχόμενο όχημα, για το χωριό. Το μπλε αυτοκίνητο σταματά και την παίρνει. Μέσα βρίσκεται ο οδηγός – ένας καλόγερος. Και δύο γυναίκες: H Βασιλική και η Παναγιώτα. Στη σχάρα πάνω από το αμάξι: φτυάρια, κασμάδες και δοχεία νερού. Χαιρετιούνται και αμέσως ρωτούν, που βρίσκεται η Αγία Τριάδα; Σε λίγο αποβιβάζουν την Α.Τ. στο χωριό και οι παράξενοι επισκέπτες, συνεχίζουν τον δρόμο για το εξωκλήσι που αναζητούν.

Σε πρόσφατο βιβλίο για του Άγιο Πορφύριο, επιβεβαιώνεται η επίσκεψη τότε, στην Αγόριανη, για προσκύνημα στην Αγία Τριάδα. Μέρος ιερό, που είδε ο Άγιος, ως όραμα. Μάρτυρας ποιμένας, από το χωριό, ο Χ.Β. επιβεβαιώνει ότι μίλησε με τους προσκυνητές, στο εξωκλήσι. Πουθενά όμως δεν αναφέρεται αυτό που οι κάτοικοι της Αγόριανης, διαπίστωσαν μετά από μέρες. Μέσα από την πόρτα, το δάπεδο είχε σκαφτεί και εμφανή σημάδια από έναν τενεκέ λίρες, είχαν βρεθεί. Οι Αγοριανίτες που ήρθαν σε επαφή με τους παράξενους ταξιδιώτες, παίρνουν όρκο ότι ήταν: η Βασιλική, η Παναγιώτα και ο Πορφύριος. Ο Άγιος Πορφύριος.

 

Ποιού Αγοριανίτη, είναι ο διάσημος γάιδαρος;

 

Ο καημένος.

 Στὸ λιβάδι ξεχασμένος
ἕνας γάιδαρος βοσκοῦσε,
τίποτ’ ἄλλο δὲν ζητοῦσε
ὁ καημένος.

Τὸ χορτάρι του μασοῦσε
κι ἦταν τρισευτυχισμένος,
καὶ τὸ ξύλο λησμονοῦσε
ὁ καημένος.

Καὶ τὴν τύχη εὐχαριστοῦσε,
ποὺ δὲν ἧταν φορτωμένος,
καὶ τὰ δυό του αὐτιὰ κουνοῦσε
ὁ καημένος.

Τοὺς ἐχθρούς του συγχωροῦσε
κι ἤτανε συγχωρεμένος,
καὶ τὸν κόσμο ἀγαποῦσε
ὁ καημένος.

Τὸν Θεὸ παρακαλοῦσε,
γιὰ νὰ μείνῃ ἐκεῖ δεμένος
καὶ νὰ βόσκῃ ὅσο θὰ ζοῦσε
ὁ καημένος.

 

Και το δυσκολότερο μυστήριο, αποτελεί το όνομα του ιδιοκτήτη του εν λόγω γαιδάρου, τον οποίο ύμνησε ο Λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ο Αγοριανίτης, που κατείχε το συμπαθέστατο τετράποδο, από το οποίο εμπνεύστηκε ο Ευρυτάνας ακαδημαϊκός, που είναι καταγεγραμμένο ότι συνέθεσε το συγκεκριμένο αυτό ποίημα, στην Επτάλοφο. Κατά την θερινή πιθανόν, παραμονή του εκεί. Όπως η λαογραφία έχει καταγράψει. Έτσι λοιπόν, ενώ ο γάιδαρος οδηγήθηκε στην αθανασία, μέσω της ποίησης, ο ιδιοκτήτης του χάθηκε παντοτινά. Γεγονός που αποδεικνύει ότι η ιστορία επιφυλάσσει και αστείες πτυχές, διαχρονικά.


 













 

 Φωτογραφίες: Οδοιπορικό Θεοδώρου Γκούμα, στην «Αγόριανη του Μύθου». 1990

 


 

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

40 ήμερο μνημόσυνο Χρήστου Γκούμα.

40 ήμερο μνημόσυνο Χρήστου  Γκούμα.

 

Δυό λόγια για έναν υπέροχο πατέρα, που έπεσε θύμα της πανδημίας. Της εγκληματικής διαχείρισής της, από ανθρώπους με βαρύτατες ευθύνες απέναντι στην κοινωνία και Τον Θεό.

 


 

Αγαπητέ και σεβαστέ πατέρα,

Γεννήθηκες στην Επτάλοφο, τον ένδοξο Οκτώβρη του 1940 και έφυγες από την ζωή άδοξα, στο θανατηφόρο ξέσπασμα, του δεύτερου κύματος της πανδημίας που συντελέστηκε και στην Άμφισσα, τον καταραμένο Οκτώβρη του 2020

Γεννήθηκες μόνος, στην μάταιη αυτή ζωή και έφυγες πριν από 40 ημέρες επίσης μόνος, όπως δεν σου άξιζε και όπως σε κανέναν άνθρωπο δεν πρέπει. Χωρίς εμάς-την οικογένεια δίπλα σου, αλλά και τους πολυαγαπημένους σου συγγενείς και φίλους.

Με οδύνη παρακολούθησα, αναγκαστικά από μακριά, την μοναχική πορεία σου προς τον «Γολγοθά». Από την ημέρα που πέρασες κατάκοπος την πόρτα του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου, έως την έξοδό σου από την ΜΕΘ του «Γιώργος Γεννηματάς» στην Αθήνα, δυστυχώς νεκρός.

Τα τρομολάγνα δελτία ειδήσεων, δεν έπαψαν να καταγράφουν των γενναίο σου αγώνα για ζωή, αναφέροντάς σε ως έναν ακόμη άψυχο αριθμό, που επιβαρύνει τάχα - ένα απαξιωμένο από την Πολιτεία, Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Μια Πολιτεία εγκληματικά υπεύθυνη για την αμέλεια ή ακόμη και τον δόλο που επέδειξε, στην επαίσχυντη διαχείριση της πανδημίας. Ειδικά από τον Μάιο του 2020 και μετά. Αγνοώντας τις δραματικές εκκλήσεις, των νοσοκομειακών ιατρών.

Σε κήδεψα απόκοσμα και μοναχικά στην Άμφισσα, μέσα στο βουβό μου πένθος, εν πλήρη απουσία συγγενών και φίλων. Ανθρώπων τρομαγμένων που δικαιολογημένα κρύφτηκαν σαν τα αγρίμια, για να σωθούν από τον λοιμό.

Δεν μπόρεσα να σε ασπαστώ για τελευταία φορά. Όπως δεν μπόρεσα να σου κρατήσω το χέρι, σε όλη την επίπονη νοσηλεία σου. Δεν σε είδα καν μέσα στο ερμητικά σφραγισμένο σου φέρετρο. Αντίθετα με τις παραδόσεις του τόπου μας.

 

Αγαπητέ και σεβαστέ πατέρα,

Υπήρξες τραγικό θύμα, μιας αποτυχημένης στα πράγματα, γενιάς. Της γενιάς μου. Ανθρώπων της ηλικίας μου, που ασκώντας δημόσια διοίκηση, δεν κατάφεραν να διαφυλάξουν τους ηλικιωμένους, από τον ιό με την κορώνα του θανάτου.

Ανήκες σε μια ανεπανάληπτη γενιά Ελλήνων, που ανασυγκρότησαν την χώρα, μέσα από τα αποκαΐδια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του επαίσχυντου Εμφυλίου Πολέμου, που επακολούθησε.

Που κατάφεραν σήκωσαν στους σάρκινους ώμους τους, τα βάρη της φτωχής αγροτικής οικογένειας, της αξιόλογης και μικρής τους κοινωνίας, αλλά και της διαχρονικά απούσας και πολέμιας αστικής, ελληνικής πολιτείας.

Υπηρέτησες με αληθινό ζήλο και απαράμιλλο ήθος στην Χαλκιδική, στην Εύβοια και την Φωκίδα, την Δημόσια Υγεία, με κέντρο τον άνθρωπο και όχι αναγκαστικά, το ψυχρό γράμμα του νόμου.

Ασχολήθηκες από τους πρώτους με τα κοινά, κατά την συγκρότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως εκλεγμένος Νομαρχιακός Σύμβουλος Φωκίδας, με την παράταξη του αείμνηστου θείου μου, Ζαφείρη Ζαφειρόπουλου.

Εκλέχτηκες στα ανώτατα συνδικαλιστικά αξιώματα, της Ομοσπονδίας των Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος και έδωσες αγώνες ακόμη και στον στο δρόμο, κατά των αθλίων μνημονίων, που ισοπέδωσαν κοινωνικά την χώρα.

Ενώ δεχόσουν βραβεία, από λογοτεχνικούς φορείς, για την ενασχόλησή σου, με την τέχνη των γραμμάτων. Ένα νοσταλγικό ταξίδι, στο παρελθόν των παιδικών σου χρόνων, κάτι που σε προετοίμασε τελικά για την «μεγάλη φυγή».

 

Αγαπητέ και σεβαστέ πατέρα,

Σήμερα δεν κατοικείς στο χωμάτινο υπόγειο  δωμάτιο, στον «περίβολο των κεκοιμημένων». Στο Κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου. Για εμένα, ζεις σε ανώτερες ουράνιες σφαίρες. Κοντά Στον Δημιουργό και Θεό μας.

Μπορεί το σώμα σου να αναπαύεται στα σωθικά της  Άμφισσας, αλλά η αθάνατη ψυχή σου, αγαλλιάζει στου Παρνασσού τα έλατα, όπου οι αναμνήσεις των παιδικών σου χρόνων. Όπου τα σκληρά σου βιώματα της ζωής στο χωριό.

Η παρακαταθήκη σου ζωντανή: H υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων και η αγάπη για τον τόπο μας. Δεν ξεχώρισες ποτέ τους ανθρώπους, ανάλογα με τα πιστεύω τους. Δεν έπαψες ποτέ να αγαπάς την Ελλάδα, την Φωκίδα και τον Παρνασσό.

Η αγάπη για τον συνάνθρωπο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό σου, καθώς νυχθημερόν υπηρετούσες γνωστούς και φίλους, με τον μοναδικό ανιδιοτελή τρόπο που μόνο εσύ ήξερες, Διδάσκοντας ταυτόχρονα εμάς, τα παιδιά σου.

Εμάς που συνήθως πλήτταμε με τις διηγήσεις σου. Που καμιά φορά βαριόμασταν να ακούμε τις διδαχές σου. Που είχαμε συνηθίσει τις διακρίσεις σου. Που σε όλη μας την ζωή, λαμβάναμε εύσημα για εσένα. Για την ύπαρξή σου.

Που διαχειριστήκαμε άφρονα τον χρόνο, όταν σε είχαμε στην ζωή μας. Που σπαταλήσαμε στιγμές και τώρα αναπολούμε και υποφέρουμε. Που δεν προλάβαμε, δεν σκεφτήκαμε ή δεν μπορέσαμε τελικά, να σου πούμε τις αλήθειες μας.

Ως Μάρτυρας, με τον τραγικό σου θάνατο, δίδαξες την ζοφερή αλήθεια της καταραμένης πανδημίας και έσωσες ανθρώπους. Αφού πήραν στα σοβαρά την απειλή του κορονοιού. Πέρα από αμφισβητήσεις, θεωρήσεις και συνομοσιολογίες.

 

 Αγαπητέ και σεβαστέ πατέρα,

Σου ζητώ συγνώμη που δεν πρόλαβα να σε προφυλάξω, από αυτό που με θάρρος αντιμετώπισες, αφού εσύ και η γενιά σου δεν μπορούσαν βιολογικά να αντιπαλέψουν. Από αυτό που δεν κατάφεραν τελικά να προφυλαχθούν.

Σε ευχαριστώ για την ζωή που μου έδωσες. Για εμένα θα ζεις αλλά και θα ζεις, μέσα από εμένα. Όπως κάθε γονιός ζει μέσα από τα παιδιά του και ταυτόχρονα τα παιδιά του, όσο ζουν τον κρατάνε ζωντανό μέσα τους.

Δεν ξέρω εάν ποτέ καταφέρω να φτάσω το μεγαλείο του χαρακτήρα σου, αλλά το πλέον σίγουρο είναι, πως θα έχω ένα σπουδαίο μέτρο σύγκρισης. Έναν υπέροχο λόγο να προσπαθώ για να γίνω καλύτερος.

Είμαι βέβαιος πως έχεις συγχωρήσει όποιον φυσικό ή ηθικό αυτουργό, σου αφαίρεσε την ζωή.  Αλλά θέλω να ξέρεις, πως εγώ δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο.  Πάντοτε εκεί έξω κοιτάζω στα μάτια τους ανθρώπους. Αναζητώντας τον δολοφόνο.  

Και ειδικά όσους, σε θέσεις ευθύνης μετέτρεψαν την κοινωνία μας, σε κρεματόριο. Παραβαίνοντας εντολές ανθρώπων και Θεών, να προστατεύσουν τους ηλικιωμένους, τους νοσούντες και τους αδυνάτους.

 

Ας είσαι αναπαυμένος Πατέρα. Καλό σου Παράδεισο. Και καλή Ανάσταση.

 

Καλή αντάμωση Πατέρα, που εύχομαι να είναι μετά από πολύ – πολύ καιρό.

 

Και κλείνω  τον ετεροχρονισμένο αυτό επικήδειο, με ένα δικό σου ποίημα. Μια αναφορά στον δικό σου πατέρα, που εκφράζει σήμερα, και εμένα απόλυτα, καθώς αποτυπώνει την νοσταλγία και την αγάπη στο δικό σου πρόσωπο:

 

«Πατέρα να σου κάνω συντροφιά

Λαχτάρησα το βράδυ αυτό που μόνος

Γυρίζω μες την κάμαρα κι ο πόνος

Βαριά μέσα μου απλώνει συννεφιά!

 

Λαχτάρησα πατέρα μου να ΄ρθω

Κοντά σου τρυφερά να σ΄αγκαλιάσω

Τα μάτια μου να κλείσω, να ξεχάσω

Και σαν αγνό παιδί να κοιμηθώ

 

Και συ… να μ΄ αγκαλιάσεις στοργικά,

Καθώς μικρούλη να με νανουρήσεις,

Τ΄ αξέχαστα απ΄ τη μνήμη μου να σβήσεις,

Για ν΄ αποκοιμηθώ γλυκά – γλυκά».

 

Χρήστος Θ. Γκούμας.

 

 

Αφιερωμένο στην μνήμη του πατέρα μου: Xρήστου Θ. Γκούμα, που έφυγε από την ζωή, στις 12 Δεκεμβρίου 2020 ως θύμα της πανδημίας, μετά από έναν και πλέον μήνα νοσηλείας. Παλεύοντας γενναία, στην τελικά - άνιση μάχη, με τον θάνατο. Σήμερα 21 Ιανουαρίου 2021 ημέρα του 40ήμερου μνημοσύνου του.

Θεόδωρος Χρ. Γκούμας.