Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

70 Χρόνια από την θρυλική παράσταση του «Οιδίποδα», στους Δελφούς.

 

Αναμνήσεις από μια ξεχωριστή, θεατρική παράσταση, στους Δελφούς.

Ο «Οιδίποδας», από το Εθνικό Θέατρο, τον Μινωτή και την Παξινού, το 1951, στο Αρχαίο Θέατρο, στους Δελφούς.

Χρήστου Θ. Γκούμα.

 

Βραβευμένο διήγημα, το 2019 Από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, με το Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

 

 


Ήταν καλοκαίρι του 1951. Πέρασε το Πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, που με κατάνυξη γιορταζόταν στο χωριό μου και μπαίνοντας ο Αύγουστος, ο πατέρας μου, μου είπε:

-Ετοιμάσου, σε λίγες μέρες θα πάμε στους Δελφούς.

Εκεί ζούσε ο νονός μου, ο «Γερο – Σταματέλλος». Γυναίκα του ήταν η Γεωργία «Γαλάζια». Έτσι την έλεγαν, γιατί μια μέρα που πήγαινε καβάλα στο μουλάρι, για το αγρόκτημα που είχαν στη «Μεγάλη Βρύση», ένας κεραυνός ανοιξιάτικης καταιγίδας, έπεσε πάνω της και της έκαψε όλα της τα ρούχα, εγκαταλείποντας ένα γαλαζωπό χρώμα, σε όλο της το δέρμα. Μοναχοθυγατέρα τους ήταν η  Χρυσάνθη. Η ομορφιά της και ο καλός της χαρακτήρας, αμέσως τράβηξαν την προσοχή του ωραιότατου νέου, της εποχής εκείνης. Του Ρήγα Ρήγα, από την Κυπαρισσία, που λόγω ιδιαίτερης μόρφωσης και γλωσσομάθειας, κατείχε τη ζηλευτή θέση, του τηλεγραφητή Δελφών. Ήταν ένας πραγματικός αρχοντάνθρωπος. Ψηλός με κυματιστά πυκνά μαλλιά, μεγάλα γλαρά μάτια και πλούσιο φαρδύ χαμόγελο. Πολλοί τον προσομοίαζαν με τον Άγγελο Σικελιανό. Οι δύο τους κόρες, η Βασιλική (Κούλα την φώναζαν) και η Γεωργία (η μικρότερη), συμπλήρωναν την οικογένεια. Παλιά Καστρίτικη οικογένεια, όπως έλεγαν τότε τους Δελφούς. Αυτός ο «Γερο – Σταματέλλος», μου έδωσε το όνομα Χρήστος, στο εκκλησάκι του «Αγιοργιού», της Αγόριανης και η εγγονή του Κούλα, μου «έβαλε το λάδι», το καλοκαίρι του 1941. Η ίδια νονά αργότερα μας στεφάνωσε με την σύζυγο μου και βάπτισε το πρώτο μας παιδί, τον Θοδωρή.

Ένα δροσερό πρωινό λοιπόν, του Αυγούστου, ξεκινήσαμε από την Αγόριανη, ακολουθώντας το πανάρχαιο μονοπάτι, που τώρα ονομάζουν «Ε4». Δεξιά και αριστερά έλατα, ψηλά και ορθόστητα, απόσκιαζαν τον δρόμο, από τον καυτό ήλιο. Ατελείωτος ο ελατόλογγος, έφτανε ως τις ψηλές κορφές, γεμάτος αγρίμια, ζουλάπια και αγριοπούλια. Πραγματικά αναρωτιέμαι, αν θα έχω ποτέ στη μνήμη μου, πιο ζωηρή εικόνα απ’ όσο εκείνη. Θυμάμαι τις αντιθέσεις των χρωμάτων. Τόσο όμορφες! Το καφεκίτρινο ξερόχορτο, τα μυρωδιαστά, πολύχρωμα αγριολούλουδα και το ατελείωτο πράσινο του λόγγου, που τους έδινε πνοή και κίνηση, μαζί με τις φυλλωσιές των δένδρων, το πρωινό βουνίσιο αεράκι. Μπροστά βάδιζε ο πατέρας και πίσω εγώ. Ακολουθούσε η μάνα, καβάλα στο μουλάρι. Ήταν ένα δυνατό, κατάμαυρο ζώο, που γυάλιζε το τρίχωμά του. «Μούρκα» το φωνάζαμε, μα κάπου – κάπου κλωτσούσε απότομα.


Περάσαμε το «Σκασμένο Λιθάρι» και γρήγορα φτάσαμε στο «Ζαμπιό». Εκεί σταθήκαμε να δροσιστούμε απ΄ τα γάργαρα νερά, που άφθονα κυλούν και σήμερα ακόμη στην παρακείμενη ρεματιά. Δίπλα αγέρωχο στέκει το εκκλησάκι της «Αγίας Τριάδας», που πρωτοχτίστηκε ως «Αη Λιάς». Αφιέρωμα στη μνήμη Αγίου, απ’ τον Οπλαρχηγό της Αγόριανης: Κομνά Τράκα, για την διάσωση από τους Τούρκους, σε κρίσιμη μάχη, στις 20 Ιουλίου 1821, στο «Αλησάκι», (του Μάνεση Λοκρίδος), που έγινε «δεύτερο Χάνι της Γραβιάς». Μετά από μια ώρα πορεία, φτάσαμε στη «Μεγάλη Βρύση», όπου ήταν ένα αγρόκτημα του νονού. Καθίσαμε κάτω από ένα πανύψηλο έλατο να κολατσίσουμε. Οι παραμικρέ πνοές του αέρα το έκαναν να σιγοψιθυρίζει κείνο τον παράξενο ξωτικό σκοπό του. Πιο πέρα, το ζώο δεμένο από το πόδι, λαίμαργα έτρωγε την «καβαλαριά» και το «αγριοτρίφυλλο», που αφθονούσα. Τότε πιάσαμε την κουβέντα:

– Θυμάσαι ;  Mου λέει ο πατέρας. - Nαι, ναι, του απαντώ.

Ήταν πριν λίγα χρόνια, μετά την Κατοχή. Εδώ, ζούσαμε τα καλοκαίρια, τέσσερις συγγενικές οικογένειες. Οι γονείς μας καλλιεργούσαν το εύφορο αυτό κτήμα, φυτεύοντας πατάτες και άλλα κηπευτικά, μιας και ποτιζόταν απ’ τα νερά της «Μεγάλης Βρύσης», «μπίστριο», όπως το λένε.

Το καλοκαίρι εκείνο θυμάμαι τον νονό, καθισμένο στο πορτόφυλλο της καλύβας που τώρα είναι σωρός από λιθάρια, κρατώντας μια άσπρη πάνινη σακούλα, γεμάτη καραμέλες ζάχαρη, σε κύβους. Περνώντας ένα – ένα τα μικρά παιδιά από μπροστά του, του φιλούσαμε το χέρι κι εκείνος έλεγε:

- Ένα εσύ, ένα εσύ, ένα εσύ… Δίνοντάς μας καραμέλες ζάχαρη.

Μα όταν απομακρυνόμουν και άνοιγα την χούφτα μου, είχα πέντε κύβους, μέσα. Βλέπεις ήμουν το βαφτιστήρι του… Απορροφημένος από την μαγεία της φύσης, άφηνα το βλέμμα μου να πλανιέται έως πέρα, την «Καταβόθρα», τον «Επτάστομο» και «Του Αυγερινού το αλώνι», ενώ τα ρουθούνια μου αχόρταγα απολαμβάνουν το μαγικό άρωμα απ’ τα «Ζουρλονκούκια» και το «Αγιόκλημα». Τις σκέψεις μου διέκοψε η  χοντρή μα γλυκιά φωνή του πατέρα. Καθώς σαμάρωνε το μουλάρι να ξεκινήσουμε, μου είπε:

- Έλα,  τώρα είναι η σειρά σου να μπεις καβάλα. Γιατί το μονοπάτι ως τα «Καλάνια» είναι ανηφορικό και θα κουραστείς. Εγώ, θα γυρίσω πίσω στο χωριό.


Στη διαδρομή από τις «Γούρνες» ως το «Κρόκι» ζήσαμε την πιο ευχάριστη έκπληξη. Όταν ξαφνικά από ένα κοντολάτι της διαδρομής ξεπετάχτηκαν δυο λαγοί μαζί και απομακρύνθηκαν με γρήγορα, μικρά πηδήματα. Πιο κάτω από την τοποθεσία «Κρόκι» και σε όλη την πλαγιά του υψώματος, που λέγεται «Βεργότσα», κατηφορίζει λοξά το πλακόστρωτο πανάρχαιο μονοπάτι, γνωστό ως «Κακιά Σκάλα». Απ’ το μονοπάτι αυτό κατηφόριζαν, την κλασική Αρχαιότητα στους Δελφούς, για να πάρουν χρησμό από την Πυθία, οι ικέτες απ’ τη Φθία, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα. Απ’ αυτό επίσης ανηφόριζαν στο «Κορύκειο Άνδρο», τα «Τουμπανάρια» και τον Παρνασσό, οι λάτρεις του Διόνυσου, του Πανός και του Απόλλωνα, όπως οι Θυιάδες και οι Μενάδες. «Κολοσούρτη» το ονομάζουν σήμερα, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, που ρίχνουν τις Στρούγκες τους στα θερινά λιβάδια «Κρόκι», «Παπά Κουτσούρι», «Καψιμαδάς», όπου βρίσκεται και η ξακουστή βρύση της «Σύρμως» και τα «Καλάνια». Η ιστορική τοποθεσία «Κρόκι» πήρε το όνομά της από την πόα κρόκος, όπως αναφέρει ο Όμηρος (Κεφ. Ε στιχ. 374) «Ο Ζεύς μετά της Ήρας εκοιμήθη εν λιμώνι όστις έφυεν πόαν λωτό Κρόκον και έτικεν Παρνασσόν». Ο κρόκος ξανθοκίτρινο, χρυσοειδές, πολυετές φυτό, χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα για την χρωστική του ουσία, σε τυριά, βούτυρα κ.α. Έχει όμως και αξιόλογες θεραπευτικές ιδιότητες. Είναι εμμηναγωγός, αντισπασμωδικός, τονωτικός και χρήσιμος στις γαστραλγίες, υστερίες, τον πονόδοντο και τον κοκίτη. Απ’ το «Κρόκυ» και τους βράχους της «Ανεμώλειας» σαν βέλη ξεχύθηκαν οι Αντάρτες του Νικηφόρου, του Διαμαντή και του Καλλία, στις 10-11/9/1943 για να διαλύσουν κυριολεκτικά μια μηχανοκίνητη ταξιαρχία των Γερμανών, που ανέβαινε από τους Δελφούς στην Αράχωβα. Στην ίδια τοποθεσία το 480 π.Χ. οι ντόπιοι νίκησαν τους Πέρσες του Μαρδόνιου, που θέλησαν να αρπάξουν τ’ αναθήματα του Μαντείου. Και το 278 π.Χ. οι παρνάσσιοι πρόγονοί μας διέλυσαν τους Γαλάτες, του περιβόητου «Βρένου», που κινήθηκε για  τον ίδιο σκοπό.

Κατεβήκαμε τον «Κολοσούρτη» και πριν το μεσημέρι περνούσαμε τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα απ’ τη μεριά της οδού Απόλλωνος. Διασχίσαμε τον φαρδύ διάδρομο, ανάμεσα στα ευωδιαστά φυτά και φτάσαμε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Μπροστά μας ο παραδοσιακός φούρνος. Η νονά Χρυσάνθη  έβγαζε το ολάχνιστο γιουβέτσι και τις καυτές βιταλιές. Στο βάθος ο κήπος γεμάτος κρίνους – κρόκους και από πάνω οι κατάφορτες συκιές, απλώνονταν ως την πλατεία του Ναού. Η εξωτερική όψη του σπιτιού και τα παρτέρια των λουλουδιών ήταν κάτασπρα απ’ τον ασβέστη και όλα μύριζαν πάστρα. Θερμή η υποδοχή και το τραπέζι που ακολούθησε, πλουσιοπάροχο. Νωρίς το πρωί, την άλλη μέρα, η μάνα πήρε τον δρόμο της επιστροφής, καβάλα στο μουλάρι. Εγώ θα έμενα είκοσι ημέρες. Η χαρά μου απερίγραπτη απ’ την αγάπη όλα της οικογένειας. Οι εντυπώσεις μου πλουσιότατες απ’ τους ξέγνοιαστους περιπάτους, στην αγορά και τους δρόμους των Δελφών. Στο παλιό παντοπωλείο του «Κοντσούπα», που ήταν κάτω από το Τηλεγραφείο, εξαργύρωνα το χαρτζιλίκι του νονού, με καραμέλες και θρεψίνη. Από τότε γνωρίστηκα και έγιναν φίλοι μου οι «Δροσεραίοι», οι «Κουμπλαίοι», οι «Κοτοπουλαίοι», οι αδελφοί «Πέτρου», ο Λέφας, ο Βούζας και ο μακαρίτης Ζορμπάς, που πρόσφατα έχασε την ζωή του, κολυμπώντας στο Γαλαξείδι.


Μια μέρα ο γερο - νονός μου που πάντα με έπαιρνε μαζί, επιστρέφοντας από την Ιτέα που με είχε οδηγήσει με τη συγκοινωνία, να αγοράσω ρουχισμό, απ’ το κατάστημα του «Θανασούλη» και να φάμε υπέροχη ψαρόσουπα απ΄την ταβέρνα των αδελφών «Βρούζα», μου είπε:

-Ετοιμάσου το βράδυ θα πάμε στο Αρχαίο Θέατρο. Θα είναι και οι Βασιλείς!

Απ’ τη χαρά μου και την αφωνία ούτε που κοιμήθηκα το μεσημέρι. Ανυπόμονος κοιτούσα συνεχώς το μεγάλο ρολόι, που κρεμόταν πάνω από το τζάκι, του καθιστικού. Φεύγοντας ο ήλιος, πίσω απ’ τις κορφές της Γκιώνας, ξεκινήσαμε για τον «χώρο». Πλήθος κόσμου, με ολόλευκες κυρίως ενδυμασίες, συνέρρεε προς την ίδια κατεύθυνση. Απ’ το χέρι σχεδόν με οδήγησε, αργά – αργά, ψηλά και αριστερά, στα τεράστια πέτρινα καθίσματα του Αρχαίου Θεάτρου, που ακόμη έκαιγαν απ’ τη ζέστη του Αυγουστιάτικου ήλιου. Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 1951, ανήμερα της Παναγίας. Σαν ξεναγός και δάσκαλος μου ψιθύριζε συνεχώς:

- Αυτός είναι ο Δήμαρχος, αυτός είναι ο Δεσπότης. Αυτός ο τάδε…

Το πλήθος των θεατών όλο και κατέκλυζε τα τεράστια πέτρινα καθίσματα, έως πάνω. Κάποια στιγμή με ανάγκασε να σταθούμε όρθιοι. Αλλά όρθιοι στέκονταν και οι άλλοι θεατές. – Βλέπεις -  μου λέει - αυτοί είναι οι Βασιλείς!

Ο Παύλος και η Φρειδερίκη. Σήκωσαν για λίγο το βλέμμα τους ψηλά, κουνώντας το χέρι σε χαιρετισμό και προχώρησαν στο μπροστινό πέτρινο κάθισμα, που ήταν επίτηδες κενό, φορώντας ολόλευκες στολές. Σιγά – σιγά ο θόρυβος κόπασε. Όταν έπαψαν να ξεχωρίζουν οι ανθρώπινες μορφές, ανταύγειες φωτεινές φάνηκαν στη σκηνή του θεάτρου. Τόση ήταν η ησυχία, που δεκάρα να έπεφτε στην πλατεία του θεάτρου, θα ακουγόταν.


Η παράσταση άρχισε! Ο Οιδίπους Τύραννος παιζόταν εκεί μπροστά μου, από τον Θίασο του Εθνικού Θεάτρου. Η στεντόρεια φωνή του αξέχαστου Μινωτή, στο ρόλο του Οιδίποδα, η μοναδική και αξεπέραστη Παξινού ως Ιοκάστη και ο Γιάννης Αποστολίδης ως Τειρεσίας, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Πεντακάθαρες οι φωνές τους ακόμη αντηχούν στ’ αυτιά μου, ύστερα από εξήντα χρόνια, καθώς απάχαζαν στους βράχους του «Φλαμπούκου» και της «Ροδινής», που με μια τις ονομάζουν «Φαιδριάδες Πέτρες». Τα προφητικά λόγια του Τειρεσία παραμένουν ανεξίτηλα, βαθιά χαραγμένα στη μνήμη του εντεκάχρονου τότε, αγοριού.

 - Λέγε γέρο. Στην προσταγή του Οιδίποδα - ο Τειρεσίας με τρεμάμενα χέρια, απαντούσε:

- Θα γεννηθείς και θα χαθείς, απόψε! Και θα φανείς της μάνας σου γιος της κι άντρας! Και του πατέρα σου ομοκύτης και φονιάς! Και των αδελφών σου πατέρας και αδελφός!

Και αδελφόόόόόός, επαναλάμβανε ο αντίλαλος από την «Υάμπεια».

– Οϊμέ, αλί, αλί και τρισαλί! Ξεφώνισε ο Οιδίποδας, πριν σύρει το σπαθί του και τυφλωθεί. Και κάθε τόσο έμπαινε ο χορός, πότε με εγκωμιαστικά και πότε με επικριτικά τραγούδια. Η ξεχωριστή αυτή Βασιλική Θεατρική Παράσταση Αρχαίου Δράματος, που κατά τύχη παρακολούθησα στην τρυφερή ηλικία των ένδεκα ετών, που ήταν χάρμα ώτων και οφθαλμών, επέδρασε βαθιά στον συναισθηματικό μου κόσμο, ως σήμερα. Η παράσταση διήρκεσε από τις 10 – 15 Αυγούστου 1951 και ήταν κάτι το φανταστικό. Το ανεπανάληπτο και μοναδικό!

 



(Από τα ανέκδοτα βραβευμένα διηγήματα, του πατέρα μου: Χρήστου Θ. Γκούμα, με τίτλο: EIKONEΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ)